εξανοιδώ

εξανοιδώ
ἐξανοιδῶ, -έω (Α)
σχηματίζω εξόγκωμα, φουσκώνω, πρήζομαι («ἐξανῴδει τι τῆς γῆς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ανοιδώ «εξογκώνομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”